Μπάρλα, εξορία, στρατολόγηση, ανταλλαγή…
Αυτά όλα τα έφερε φορτωμένα σε τέσσερα γαϊδούρια και τα παρέδωσε στο μπάρμπα Βασίλη και του είπε να τα μοιράσεις στις οικογένειες ανάλογα με τα άτομα που έχει η κάθε μία και πράγματι ο μπάρμπα Βασίλης τα μοίρασε δίκαια. Ο Θεός ξημέρωσε μαζέψαμε τα ρούχα μας και ότι είχαμε και προχωρήσαμε προς το χωριό που ήταν ο προορισμός μας, φυσικά και πάλι πεζοπορία, φτάσαμε στο χωριό μας αρκετά νωρίς, το χωριό ήταν όλοι χριστιανοί οι κάτοικοι μάς υποδέχτηκαν με πολύ ευχαρίστηση, εμάς τα μικρά παιδιά μας πήραν στην αγκαλιά τους και μας πήγαν στο Σχολείο μετά ήρθαν όλοι οι άλλοι οι δικοί μας, σε λίγο μας έφεραν φαγητά ο καθένας μαγείρεψε από κάτι για να μας προσφέρει να φάμε, το χωριό αυτό ήταν αρκετά μεγάλο είχε κάπου εννιακόσιες οικογένειες χριστιανούς και τριάντα με σαράντα μωαμεθανοί. Τέλος την άλλη μέρα οργανώνουν μία επιτροπή ψάχνουν άδεια σπίτια και ανάλογα με τα άτομα κάθε οικογένειας τα έβαζαν στα σπίτια, τις πρώτες μέρες μας έδωσαν από δεκαπέντε οκάδες σίκαλη στο άτομο εμείς είμασταν τέσσερα αγόρια και η μάνα μας πέντε.
Τις πρώτες μέρες στο χωριό είμασταν σαν χαζοπούλια μετά συνηθίσαμε ο κόσμος μας έδινε χρήματα, ύστερα η μάνα δούλευε σ' ένα χασάπη έκοβε κρέας και το βράδυ μας έφερνε ψημένο κρέας σε πήλινο δοχείο. Σ' αυτό το χωριό δεν είχαν τζάκια είχαν ένα άλλο είδος, στη μέση του σπιτιού σ'ένα δωμάτιο ήταν παραχωμένο ένα πιθάρι εκεί έκαιαν ξύλα σβουνιές από πρόβατα και αφού μαζεύονταν αρκετά κάρβουνα μετά έβαζαν επάνω κάτι σαν τραπέζι επάνω στο τραπέζι απλώνανε ένα πάπλωμα μεγάλο και όταν έκαμνε κρύο μπαίναμε μέσα μέχρι δέκα άτομα και έτσι περνούσαμε τις κρύες νύχτες του χειμώνα, σ' αυτό το χωριό καθίσαμε τρία χρονιά.
Εδώ φτάσαμε το 1921 κατά το μήνα Ιούλιο και από κει ξεκινήσαμε να φύγουμε το 1924 τον μήνα Μάη όσοι είχαν λεφτά ξεκίνησαν το 1922 εμείς που δεν είχαμε ξεκινήσαμε αργότερα και μας ανέλαβε για να μας μεταφέρει το Ελληνικό προξενείο. Από την Κέλβερι (Καρβάλη) ήρθαμε σιδηροδρομικώς στο σταθμό Ελεργή (Έλεργη) εκεί καθήσαμε δύο μέρες, εμείς που δεν μπορέσαμε να φύγουμε γιατί δεν είχαμε λεφτά είμασταν σαράντα πέντε περίπου οικογένειες. Από το 'Ελεργη κατεβήκαμε στην Μερσίνα σιδηροδρομικώς κοντά στον σταθμό είχε και μεγάλο λιμάνι εδώ μείναμε περίπου δύο μήνες και κοιμόμασταν στις εκκλησίες η μία ήταν ορθόδοξη και η άλλη αρμένικη, εδώ είχαν μαζευτεί πάρα πολύς κόσμος, άνθρωποι από τον Πόντο από την Άγκυρα από τα χωριά του Καυκάσου. Εδώ όλοι δούλευαν μάζευαν ξυλοκέρατα βαμβάκια και η ζωή συνεχίζεται. Τέλος και δω ήρθε η ώρα να ξεκινήσουμε μαζέψαμε πάλι ότι είχαμε και δεν είχαμε και κατεβήκαμε στο λιμάνι απέναντι μας ένα μεγάλο πλοίο αραγμένο και είπαν ότι μ' αυτό θα φύγουμε στην Ελλάδα, στις γυναίκες και στους άνδρες έκαναν έρευνα για να μην μεταφέρουν λίρες. Τελικά μετά από πολλά βάσανα ανεβήκαμε πέντε με δέκα χιλιάδες κόσμος γινόταν πατείς με πατώ σε, μόλις γέμισε το βαπόρι σήκωσαν τις σκάλες και το καράβι ξεκίνησε σε λίγο ο καθένας έπιασε κι ένα μέρος έστρωσε και η μάνα ότι είχε κοντά στο φουγάρο για να μη κρυώσουμε μερικοί κατέβηκαν στο αμπάρι. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες κάναμε να φτάσουμε στον Πειραιά αφού κατεβήκαμε εδώ γεμάτοι συγκίνηση γιατί πατούσαμε σε Ελληνικό χώμα μετά από εικοσιτέσσερες ώρες μας πήγαν σ' ένα ξερό νησί όπου μας κούρεψαν όλους άνδρες γυναίκες και παιδιά, όσο για τα ρούχα μας αφού τα έβγαλαν τα έπλειναν σε κλιβάνους, σ' αυτό το νησί αν θυμάμαι καλά μείναμε κοντά δύο μήνες για συσσίτιο μας έδιναν γαλέτες, λίγο ψωμί και από μία χούφτα ελιές για να μην πεθάνουμε από την πείνα. Εδώ τα μαλλιά μας μεγάλωσαν, παρέλειψα να πω ότι για κατοικία μας έδωσαν μεγάλα αντίσκηνα σε κάθε οικογένεια, ξαφνικά έρχεται μία διαταγή να πάμε αλλού αλλά εμείς δεν ξέραμε έρχεται ένα πλοίο ανεβαίνουμε και αρχίσαμε να ρωτάμε πού θα πάμε μας είπαν θα πάτε στο Βόλο τελικά φτάσαμε και εδώ.
|