Μπάρλα, εξορία, στρατολόγηση, ανταλλαγή…
Φτάνοντας στο Βόλο μας έδωσαν μεγάλα αντίσκηνα σε κάθε οικογένεια. Επειδή εμείς είμασταν όλα αγόρια αμέσως πιάσαμε δουλειά έτσι ο Αναστάσης πήγε σε Μαραγκάδικο, ο Στράτος σε ραφτάδικο, οι άλλοι δύο δηλαδή ο Θόδωρος και γω ο Ιωάννης θα πηγαίναμε σε ορφανοτροφείο. Στο Βόλο μείναμε ένα εξάμηνο περίπου και μέναμε στην σημερινή Ν. Ιωνία του Βόλου.
Αυτοί που είχαν φύγει το 1923 και βρίσκονταν στο Δραβήσκο και στο Μαυρόλοφο είχαν συγκροτήσει μια ομάδα, μια επιτροπή να ψάχνει και να μαζεύει όλους τους Μπάρλαλήδες που ήταν σκορπισμένοι εδώ και κει έτσι όταν η επιτροπή έμαθε ότι βρισκόμαστε στο Βόλο ήρθε στις μανάδες μας και τις είπε ότι όλοι οι μπάρλαλήδες βρίσκονται στο Δραβήσκο και στο Μαυρόλοφο η μάνα μου μόλις άκουσε τρελάθηκε από τη χαρά της γιατί είχε τρεις αδελφές την Δέσποινα Αρζόγλου, την Αννής Καρύπογλου και την Ουρανία Αιβάτογλου και έτσι όλη η παρέα πήραμε την απόφαση να έρθουμε στο Μαυρόλοφο. Δεν ήρθαμε όμως κατευθείαν ήρθαμε σιδηροδρομικώς στη Θεσσαλονίκη και μείναμε λίγο καιρό στο Χαρμανκιοβού σημερινή Μενεμένη, εδώ αντί για αντίσκηνο είχε παράγκες και κάθε παράγκα έπαιρνε πενήντα οικογένειες και κάθε οικογένεια χώριζε το τμήμα που έμενε με τσούλια και κουβέρτες για φαγητό μας έδιναν πιλάφι από ρύζι και άλλα φαγητά, ψωμί και κονσέρβες και δέκα δραχμές το άτομο τη μέρα φυσικά δεν καθόμασταν μ' αυτά αλλά οι μεγάλοι πήγαιναν και ξενοδούλευαν στα γύρω χωριά, σκάβανε αμπέλια ή και άλλες εργασίες και έπαιρναν μεροκάματο από είκοσι μέχρι τριάντα δραχμές, εμείς τα παιδιά κατεβαίναμε στο σιδηροδρομικό σταθμό και πουλούσαμε νερό με στάμνες ένα ποτήρι μια δεκάρα καμιά φορά πηγαίναμε στα σφαγεία και μας έδιναν κοιλιές και πνευμόνια, ποδαράκια από πρόβατα. Οι γονείς καθάριζαν και κάναμε πατσά και τρώγαμε. Εδώ στο Χαρμάκιοβου (Μενεμένη) μας βρήκε ο αδελφός που τον είχαν πάρει από κοντά μας στην Τουρκία στη περιοχή Ατσί πουγάρ, αυτόν τον είχε πάρει ο Ερυθρός Σταυρός για ασφάλεια και τον έφερε στην Ελλάδα και τους είχαν κατεβάσει στην Χαλκίδα μα η ζωή συνεχίζεται και κει που τον θεωρούσαμε χαμένο μας βρήκε το τι χαρά κάναμε εμείς και η μάνα μας δεν περιγράφεται. Στη Θεσσαλονίκη μείναμε τέσσερες μήνες και ο ξεριζωμός συνεχίζεται και ξεκινάμε τώρα για τον Μαυρόλοφο. Κατεβήκαμε στον παλιό σταθμό και ανεβήκαμε στα τρένα μετά από λίγες ώρες φτάσαμε στην Αγγίστα στο σταθμό της Αγγίστας υπήρχαν έτοιμα αντίσκηνα σ' αυτά μείναμε τρεις μέρες. Εδώ ήρθαν μερικά βοϊδόκαρα και ξεκινήσαμε για το Μαυρόλοφο εδώ ήρθαμε μείναμε πρώτα εκεί που είναι σήμερα τα πεύκα κοντά στην άσφαλτο, μας έδωσαν από ένα αντίσκηνο για κάθε οικογένεια και αργότερα και από ένα βόδι και ανά δύο οικογένειες ένα βοϊδόκαρο εμείς που είμασταν πέντε αγόρια πήραμε δύο βόδια και ένα κάρο στο Μαυρόλοφο φτάσαμε το 1925 όχι βέβαια όλοι αλλά μόνο η δική μας ομάδα δηλαδή ο μαχαλάς που πιάνει ο δρόμος από το Σχολείο οι άλλοι είχαν έρθει πιο μπροστά περίπου το 1922-23.
Λοιπόν για να ζήσουμε πρέπει να φάμε, στην αρχή για ένα χρόνο μας έδωσαν αλεύρι ανάλογα για κάθε οικογένεια. Με το αλεύρι στην αρχή κάμναμε πίτες σε λαμαρίνα αργότερα κάναμε φούρνους και φτιάχναμε ψωμιά (ζυμώναμε). Δουλέψαμε μικροί μεγάλοι χτίσαμε την εκκλησία, το σχολείο με (κερπίτσια) πλιθιά κτίσαμε το κοινοτικό κατάστημα. Το σημερινό σχολείο το έκτισε το δημόσιο στο παλιό σχολειό πήγαμε για πρώτη φορά εμείς είμασταν περίπου πενήντα, ή εξήντα μαθητές για πρώτη φορά φοιτήσαμε το 1926 και τελειώσαμε το Σχολείο το 1932. Οι πάρλαλήδες δεν κατοικούν μόνο στο Μαυρόλοφο κατοικούν και στο Δραβήσκο πενήντα περίπου οικογένειες επίσης υπάρχουν και στη Δήμητρα, Μύρκινο και ακόμη και στην
Αθήνα στην Ν.Ιωνία διασκορπίστηκαν οι πρόσφυγες σε όλη την Ελλάδα.
[ Ευχαριστούμε θερμά τον Δημήτριο Ι. Τοπκάρογλου εκπαιδευτικό και Προϊστάμενο της Α/θμιας Εκπ/σης που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας εμπιστευτεί την δημοσίευση αποσπάσματος χειρόγραφου του πατέρα του Ιωάννη Τοπκάρογλου.]
1995, Κούτσου Μερσίνα, Kαθηγήτρια Γαλλικών
|